- τρυφηλή
- τρυφηλόςfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρυφηλῇ — τρυφηλός fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσιος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Αρίσβης, σύμμαχος των Τρώων, γιος του Αρτάκου. Τον σκότωσε o Ιδομενέας. II (6ος αι. π.Χ.). Σάμιος ποιητής. Έγραψε έπη, που αφορούν τους άρχοντες της πατρίδας του και περιγράφουν με σκωπτική διάθεση την τρυφηλή… … Dictionary of Greek
απαλόβιος — ἁπαλόβιος, ον (Μ) αυτός που κάνει μαλθακή, τρυφηλή ζωή … Dictionary of Greek
διατρυφώ — διατρυφῶ ( άω) (Α) [τρυφώ] ζω υπερβολικά τρυφηλή ζωή … Dictionary of Greek
περιφορητός — ή, όν, Α [περιφορώ] 1. αυτός που μπορεί να περιφέρεται, που μπορεί να μετακινείται («οἰκήματα... περιφορητά», Στράβ.) 2. εκείνος τον οποίο μεταφέρουν ξαπλωμένο σε κλίνη, ο ξακουστός για την τρυφηλή ζωή του … Dictionary of Greek
σαρδαναπαλικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει στον Σαρδανάπαλο 2. μτφ. αυτός που επιδίδεται στην τρυφηλή ζωή, στον έκλυτο βίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σαρδανάπαλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1829 στον Αδ. Κοραή] … Dictionary of Greek
τρυφεραγωγία — ἡ, Α τρυφηλή ανατροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφερός + αγωγία (< αγωγός < ἀγωγός), πρβλ. σκληρ αγωγία] … Dictionary of Greek
τρυφητιώ — άω, Α (εφετικό τού τρυφώ) 1. επιθυμώ την τρυφηλή ζωή 2. είμαι επιρρεπής στις σαρκικές ηδονές και στις ασωτείες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφητής + κατάλ ιῶ / ιάω (πρβλ. ναυτ ιῶ)] … Dictionary of Greek
τρυφηλός — ή, ό επίρρ. ά 1. απαλός, τρυφερός, μαλθακός. 2. που αγαπά την τρυφή, φιλήδονος, έκφυλος. 3. (για πράγματα), ο γεμάτος απολαύσεις, απολαυστικός: Τρυφηλή ζωή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)